παραιφάμενοι

παραιφάμενοι
παράφημι
speak gently to
pres part mid masc nom/voc pl (epic ionic)
παραιφάμενος
talking over
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράφημι — και ποιητ. τ. παραίφημι και πάρφημι Α 1. μιλώ ήπια σε κάποιον, συμβουλεύω, παρακινώ, παρηγορώ κάποιον («μητρὶ δ ἐγὼ παράφημι», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. παράφαμαι, παραίφαμαι, πάρφαμαι καταπραΰνω, μαλακώνω («μαλακοῑσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν», Ησίοδ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”